-
1 πορφύρα
πορφύρα, ἡ, die Purpurschnecke, purpura murex, Arist. H. A. 5, 25 u. A. – Die Purpurfarbe und die damit gefärbten Stoffe, z. B. Teppiche, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; πορφύραν καὶ ὅσα βαπτὰ χρώματα, Plat. Legg. VIII, 847 c; öfter bei Sp., wie Pol. τὴν πορφύραν ἀπέϑετο, 10, 26, 1; u. bes. Plut. u. A., bei denen πορφύρα πλατεῖα = latus clavus, der breite Purpurstreif an der Toga der Römer ist.
-
2 πορφύρα
πορφύρα, ἡ, die Purpurschnecke, purpura murex. Die Purpurfarbe und die damit gefärbten Stoffe, z. B. Teppiche, πορφύρας πατῶν; πορφύρα πλατεῖα = latus clavus, der breite Purpurstreif an der Toga der Römer -
3 πορφυρα
ион. πορφύρη (ῠ) ἥ2) сок багрянки, пурпурная краска Her., Isocr., Plat.3) пурпурная одежда, багряница Plat., Polyb., Plut., NT.5) (тж. π. πλατεῖα, лат. latus clavus) широкая пурпурная кайма (на римск. тоге) Polyb., Luc. -
4 πορφύρα
A purple-fish, Murex trunculus and Purpura haemastoma, S.Fr. 504, Archipp.23, Arist.HA 528a10, al., Speus. ap. Ath.3.86c;τρέφουσα.. πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959
.II purple dye obtained from it, Sapph.44, Hdt.3.22, Isoc. 12.39, Pl.Lg. 847c;ἡ π. ἡ θαλαττία Phylarch.45
J., etc.;π. βαθυτάτη Ael.NA4.36
; used as an application,βρέξαντες ἐν [τῷ νάρδῳ] τὴν π. ἐπιτιθέναι Orib.Eup.3.2
.III = πορφυρίς 1, Plu.Aem.23, etc.: in pl., cloths of purple,πορφύρας πατῶν A.Ag. 957
: collectively in sg.,κωμῳδοῖς.. πορφύραν εἰσφέρων, ὥσπερ οἱ Μεγαρεῖς Arist.EN 1123a23
.IV purple stripe or other adornment of a garment,τῆς σκιᾶς τὴν π. πρῶτον ἐνυφαίνουσ', εἶτα μετὰ τὴν π. τοῦτ' ἔστιν οὔτε λευκὸν οὔτε π. ἀλλ' ὥσπερ αὐγὴ τῆς κρόκης κεκραμένη Men.561
;ποτικεφάλαια.. μὴ ἔχοντα μήτε σκιὰν μήτε πορφύραν IG5(1).1390.24
(Andania, i B.C.), cf. BGU1141.41 (i B.C.), Luc.Par.58, Gal.18(2).791; π. πλατεῖα, = Lat. latus clavus, Plb.10.26.1, Demetr.Eloc. 108 (pl.); π. alone, IGRom.3.1422 ([place name] Prusias).V metaph.,σελήνη οὐρανοῦ π. Secund.Sent.6
. (Perh. formed fromπορφύρεος 11
, cf. μαρμαίρω, μαρμάρεος, μάρμαρος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφύρα
См. также в других словарях:
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek